- μακροτονώ
- (I)μακροτονῶ, -έω (AM) [μακρότονος (I)]μσν.μτφ. περνώ μεγάλο χρονικό διάστημααρχ.1. κάνω μακρύ τον τόνο, δηλαδή το σχοινί, σε μια πολεμική μηχανή («μακροτονεῑ τὸ μῆκος τῶν τόνων», Φιλ.)2. επιμένω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι περισσότερο («δι' ἣν αἰτίαν οὐκ ἐμακροτόνησαν κατατρέχοντες αὐτούς», ΠΔ).————————(II)[μακρότονος (II)](τριτοπρόσ.) μακροτονείταιτονίζεται με μακρό τόνο.
Dictionary of Greek. 2013.